Εσπεράντζα s01e03




1944 Λίγο μετά την συμφωνία της Βάρκιζας
  
   Ο Οδυσσέας  επέστρεφε στο χωριό του  απογοητευμένος  μετά την παράδοση του οπλισμού  των ανταρτών όπως  επίτασσε η συμφωνία που  υπογράφτηκε στην Βάρκιζα. Μπροστά απ το καφενείο  κάποιοι  χωριανοί τον χαιρέτησαν και  ανταπέδωσε τον χαιρετισμό. Πριν φτάσει σπίτι του    απάντησε τον Λευτέρη να τον περιμένει μέσα στο στενοσόκακο
-Πολύ μακριά απ τα μέρη σου είσαι σύντροφε, του πε
-Τίποτα δεν τελείωσε, ανταπάντησε  ψυχρά  ο Λευτέρης
Ο Λευτέρης   ήταν στην ομάδα του καπετάνιου Άρη. Ο  Οδυσσέας δεν τον συμπαθούσε. Οι χαρακτήρες τους ήταν άκρως αντίθετοι
   Αυτός  ήταν  εκρηκτικός   χαρακτήρας  , ανυπότακτος ακόμη και  το κόμμα έπρεπε να τον πείσει για τις  όποιες αποφάσεις ή εντολές   πριν τις εκτελέσει

   Ο Λευτέρης απ την άλλη  ήταν πιστό όργανο του κόμματος. Εκτελούσε πάντα   χωρίς δεύτερη κουβέντα, χωρίς αμφισβήτηση  τις όποιες εντολές του δίδονταν και πάντα το βλέμμα  του  δεν έχανε  την ευκαιρία να «ελέγξει» ,  να κατασκοπεύσει   την πίστη των άλλων  στο κόμμα

   Το μόνο κοινό σημείο τους ήταν η αμέριστη πίστη  στην ιδέα  της επανάστασης, της αλλαγής  του κόσμου προς το καλύτερο. Παρ όλα αυτά είχαν πιαστεί πολλές φορές   στα χέρια  και μάλιστα  αυτό συνέβη μια φορά παραμονές της μάχης  του Γοργοπόταμου αλλά και μετά από αυτήν
    Τώρα ο ψυχρός  κομουνιστής  τον επισκεπτόταν και του εξηγούσε πως η ομάδα του Άρη  θα «ξανάβγαινε στο κλαρί» όπως  λέγαν την συνέχιση του αντάρτικου αγώνα
    Ο Οδυσσέας  άναψε  τσιγάρο για να κερδίσει λίγο χρόνο πριν του απαντήσει. Παραδεχόταν και ο ίδιος πως  ο 4ετης  αγώνας κατά της Κατοχής δεν δικαιώθηκε  αφού  η βασιλεία  επανήλθε στην χώρα   φέροντας μαζί της όλον τον παλιό σάπιο αστικό κόσμο οποίος  είτε παρίστανε τους εξόριστους  στο Κάιρο  , είτε  συνεργαζόταν  με τους κατακτητές  στην χώρα
       -Περιμένω μια απάντηση, του  πε ψυχρά ο Λευτέρης
 Ο Οδυσσέας θα  ήθελε να βγάλει το πιστόλι του και να του φυτέψει  2 σφαίρες- μια για να  πεθάνει και μια για να το σιγουρέψει-όμως κάτι τέτοιο θα τον έθετε αμέσως   απέναντι στους συντρόφους  του
  Αυτός ο ψυχρός  κομματικός   περίμενε  μια απάντηση. Σίγουρα ο ίδιος τασσόταν κατά της απόφασης του κόμματος  το οποίο  υπηρετούσε  τυφλά  τόσα  χρόνια , όμως ο Οδυσσέας γνώριζε πως τέτοιοι  άνθρωποι  όπου και να πάνε φέρουν μαζί τους και τον αυταρχισμό. Ιδεοληπτικοί, φιλόδοξοι, χωρίς αισθήματα,  ψυχροί υπολογιστές  για τους οποίους  αρκετές  φορές ο σκοπός  , ναι, αγίαζε τα μέσα.
Περίμενε μια απάντηση
Και  η  Μαρία περίμενε τον Οδυσσέα. Αυτή ήταν μια άλλη   ιστορία. Μπερδεμένη.
Μεγάλωσε μαζί της  στην ίδια  γειτονιά του χωριού. Ο πατέρας  πάμφτωχος μεν  , ταγματασφαλίτης και πιστός στην «νομιμότητα του  θεού και του βασιλέως».
Αυτή όμως δεν ήταν έτσι. Αγάπησε τον Οδυσσέα από όταν ακόμη ήταν παιδάκια και τον περίμενε όλα αυτά τα χρόνια που βγήκε στο βουνό να πολεμήσει τους κατακτητές.
Μερικές φορές- αν και ο Οδυσσέας δεν το γνώριζε  γιατί δρούσε  σε  άλλη περιοχή,- βοήθησε τις αντάρτικες ομάδες με πληροφορίες
Τι απάντηση  μπορούσε να δώσει στον Λευτέρη;
Καθώς ρούφηξε την πρώτη   του τζούρα σκέφτηκε
«αυτόν βρήκαν να μου στείλουν;»
 Πήρε μια δεύτερη   τζούρα και τον κοίταξε λέγοντας του μονολεκτικά
«Καλή  τύχη….σύντροφε», η  τελευταία του λέξη   περιείχε μια δόση  ειρωνείας.
Μετά κίνησε για το σπίτι  του



Αυτό το 15θήμερο που έμεινε στο χωριό βρισκόταν κρυφά με την Μαρία. Τα μεσημέρια  στο ποτάμι και τα  βράδια  σε έναν στάβλο.
Δεν  άργησαν να υποπέσουν στην αντίληψη του πατέρα της οι συναντήσεις τους, άλλωστε  απ το χωριό δεν έλλειπαν  ούτε οι  ταγματασφαλίτες αλλά ούτε και οι χαφιέδες. Τον Οδυσσέα όμως τον  «κάρφωσε» μια απολιτικ  φτωχιά  ηλικιωμένη  γυναίκα. Μια  γυναίκα που  οι σύντροφοι του Οδυσσέα την βοήθησαν κατά  την διάρκεια της κατοχής
  Ο πατέρας  της Μαρίας έφερε  βαρέως πως  η κόρη του πλέον είχε  ερωτικές περιπτύξεις  με το  «μίασμα», τον κομουνιστή.  Τα τελευταία βράδια καθόταν ως αργά στο καφενείο μαζί με  5 πρωτοπαλίκαρα του   απ τα  Τάγματα Ασφαλείας και έπινε αμίλητος. Μιλησε μόνο τριες φορές . Με τον ενωμοτάρχη  του  χωριού. Τρεις  φορές και πάντα μονολεκτικά τον  ρωτούσε το ίδιο πράγμα
«Απάντησαν στο αίτημα  μου;»
Και ο  αρχίμπατσος  της περιοχής πάντα του απαντούσε μονολεκτικά
«Περίμενε και θα  ρθει η στιγμή σου»



Το τελευταίο βράδυ μπήκε ο  ενωμοτάρχης  στο καφενείο. Κατευθύνθηκε  στο  τραπέζι  του. Πήρε μια καρέκλα και έκατσε απέναντι του. Έφερε τα πόδια του σε  θέση σταυροπόδι και  έβαλε λίγη  ρετσίνα στο ποτήρι  του . Τα χείλη δεν άγγιξαν το ποτό παρά μόνο τα χέρια του  κουνήσαν λίγο   το ποτήρι πριν πει δίχως να κοιτάξει   τον συνομιλητή του
«Ξεκινήστε»
 Ο  πατέρας της Μαρίας  σηκώθηκε και  τα 5 πρωτοπαλίκαρα του τον  ακολούθησαν. Βγήκε απ το καφενείο και κίνησε κατευθείαν  προς τον στάβλο που   βρισκόταν ο Οδυσσέας με   την  Μαρία.  Έξω είχε αρχίζει να  χιονίζει
   Μόλις  είχαν κάνει έρωτα και αφού ντυθήκαν  η  κοπέλα  καθόταν ξαπλωμένη στην αγκαλιά  του
-Βάλε την μπλούζα σου θα κρυώσεις, του είπε χαμογελώντας
4 χρόνια  του χε λείψει τόσο πολύ  που εκείνη την στιγμή δεν είχε διάθεση να την κάνει παραπέρα για μερικά  δευτερόλεπτα  για να  βάλει την μπλούζα  του
   Στην άλλη άκρη του χωριού ο  πατέρας της Μαρίας μαζί με τους συντρόφους  του   διάβαιναν  τα  δρομάκια μέχρι να φτάσουν στον στάβλο  κραδαίνοντας  τις καραμπίνες τους και έχοντας χωμένα στα ζωνάρια  τους   μεγάλα σαν γιαταγάνια  θα λεγε κανείς μαχαίρια αλλά και  πιστόλια

  Τα λόγια του ενωμοτάρχη τους ενημέρωνε   πως η μετά-Βάρκιζα   εποχή της   «Λευκής τρομοκρατίας»  ξεκινούσε. Κάπου  στο Λονδίνο  ο πρωθυπουργός  Τσώρτσιλ άναβε εκείνη την ώρα ένα απ τα διάσημα  πούρα  του   αυτά που  τον κάναν  μαζί με τις δηλώσεις  για το   αντιναζιστικό αγώνα  διάσημο  σε  όλο τον κόσμο. Τώρα ο σχεδιασμός της θαλασσοκράτειρας  Μεγάλης Βρετανίας προέβλεπε  την συνεργασία με τους   ντόπιους  φασίστες στην χώρα ώστε να  σπρώξουν τους κομουνιστές ή στον αφανισμό ή  στον εμφύλιο
  Πως μπορούσε να ναι  τόσο σίγουρος πως θα  κερδίζαν τον εμφύλιο; Αναμφίβολα  ρίσκαρε  αλλά  σίγουρα πίστευε πως οι αφοπλισμένοι αντάρτες  μαζί με την αδιαφορία του Στάλιν  θα του εξασφάλιζαν την νίκη. Εκείνο το βράδυ ήταν σίγουρος πως  μπορούσε να παίξει στα ζάρια την  βρετανική  επιρροή  στην χώρα και να κερδίσει. 3 χρόνια  αποδείχθηκε πως   έχασε. Εκείνη η επιλογή του  αποδείχθηκε  τόσο λάθος που  ναι μεν  δεν  έσπρωξε την χώρα στο ανατολικό στρατόπεδο , έδιωξε  όμως αν δεν εξαφάνισε τελείως   την αγγλική   επιρροή απ αυτήν  φέρνοντας   στο προσκήνιο  την νέα  παγκόσμια υπερδύναμη την Αμερική
  Αυτό όμως είναι μια  άλλη ιστορία…


Η πόρτα του στάβλου άνοιξε. Ο Οδυσσέας με την Μαρία τινάχθηκαν όρθιοι . ο πατέρας της βαριανάσαινε. Η Μαρία του   είπε πως αγαπιούνται. Ο Οδυσσέας τον διαβεβαίωνε πως θα ερχόταν να  ζητήσει το χέρι  της.
Κανείς τους δεν φανταζόταν το μίσος του φτωχού ταγματασφαλίτη  για τους  φτωχούς και κανείς  απ το  ζευγάρι δεν γνώριζε πως  κάπου στην Αγγλία  μαζί  με το γεωπολιτικό μέλλον   της  Ανατολικής Μεσογείου εκείνο το βράδυ παίχτηκαν  στα ζάρια και οι ζωές  τους
   Ο ταγματασφαλήτης συνέχιζε να βαριανασαίνει αμίλητος.  Η Μαρία τον πλησίασε και του πιασε το χέρι. Το χάιδεψε. Ένα  κάψιμο  ένιωσε μόνο στην κοιλιά της καθώς το μαχαίρι  του   την ξέσκιζε και μια απορία ήταν  η τελευταία  της σκέψη πριν καταρρεύσει το νεκρό της  σώμα  κάτω.
   Ο Οδυσσέας μπορούσε να πιάσει το πιστόλι  του. Μπορούσε να   σημαδέψει και σκοτώσει και τους  6. Αυτός ο πολεμιστής Οδυσσέας, ο επαναστάτης, ο αντάρτης. Ο άνθρωπος  Οδυσσέας  παρέμενε  ακόμη παιδάκι.  Ονειροπόλος.
Ο Λευτέρης κάποτε του χει πει πως ο συναισθηματισμός δεν ήταν δυνατόν αν συνάδει  με τον επαναστάτη. Ή θα «σκότωνε» τα αισθήματα του ή αυτά θα  τον εκτελούσαν κάποια μέρα.
  Στην θέα  της νεκρής Μαρίας σάστισε. Του κόπηκε  η ανάσα. Έχασε  την μιλιά του. Μετά άρχισε να ουρλιάζει.  Οι ταγματασφαλίτες τον όρμησαν και με τους υποκόπανους των  τουφεκιών τους άρχισαν να τον   χτυπάνε. Μετά  τον βγάλαν έξω και τον δέσαν πίσω από ένα άλογο.
Όλο το χωριό  βγήκε στον δρόμο  απ την φασαρία και έβλεπε να τον σέρνουν στους δρόμους πίσω απ το άλογο. Το σώμα του  μέσα στο χιόνι  χτυπούσε πάνω σε πέτρες και σκιζόταν.
Μετά τον δέσαν σε ένα  πάσσαλο  και άρχισαν να τον μαστιγώνουν με την σειρά
Ο ίδιος  δεν ένιωθε τίποτα. Απλά ούρλιαζε. Το μυαλό του αδυνατούσε να χωνέψει πως η Μαρία ήταν νεκρή. Η σκηνή  της δολοφονίας της  επαναλαμβανόταν  στο μυαλό του συνέχεια.
Οι χωριανοί βλέποντας τον  καταλάβαιναν πως το παιδί  έχασε τα λογικά του.
Ένας γεροντάκος  έσπρωχνε και παραμέριζε το πλήθος που χε  συγκεντρωθεί  γύρω απ τον πάσσαλο που χαν δεμένο  τον αντάρτη και τον βασάνιζαν
Ο Οδυσσέας βλέποντας τον πατέρα του   σάστισε. Σταμάτησε να ουρλιάζει
Προσπαθούσε να ψελλίσει  κάποιες λέξεις. Ήξερε τι θα επακολουθούσε και ήθελε να τον  προστατέψει
   
Ο γεροντάκος  στάθηκε μπροστά στον πατέρα της Μαρίας. Γονάτισε  κλαίγοντας  και χωρίς να μιλήσει άνοιξε διάπλατα  τα χέρια  ζητώντας έλεος  για τον γιο  του.
Ο ταγματασφαλήτης  έκανε ένα νόημα  χωρίς να κοιτάξει  σε ένα απ  τα πρωτοπαλίκαρα  και  εκείνο έβγαλε  απ το ζωνάρι του το πιστόλι του και έριξε μια σφαίρα  στο στήθος του γέρου.
Ο Οδυσσέας  βλέποντας τον  πατέρα του να  σωριάζεται νεκρός μέσα στο χιόνι  ψέλλισε  μια λέξη  «Πατέρα» και δεν ξαναμίλησε.
Οι  ταγματασφαλίτες  αφήσαν  εκεί  δεμένο τον αντάρτη να  πεθάνει απ το κρύο
Κανείς  δεν τόλμησε να  αψηφήσει την απόφαση τους
Ο  ενωμοτάρχης απείλησε με φυλάκιση και ο παπάς με αφορισμό όποιον  βοηθούσε  τον  δεμένο  «¨εγκληματία»
     
Στο χωριό όμως  εκτός από χαφιέδες  και  αγνώμονες όπως  η γριά  που κάρφωσε το ζεύγος  υπήρχαν  και  έντιμοι άνθρωποι. Μια φίλη της Μαρίας, επονίτισα  η ίδια  ειδοποίησε   στα διπλανά  χωριά  τον Μάρκο, τον Δημήτρη και τον Μάνο
   Το ίδιο ξημέρωμα εμφανίστηκαν  ένοπλοι πάνω στα άλογα τους. Έλυσαν τον μισοπεθαμένο  Οδυσσέα απ τον πάσσαλο, τον φόρτοσαν στο άλγο πίσω απ τον Δημήτρη και κίνησαν να φύγουν.
Ο Μάρκος  ο θεόρατος γίγαντας και σύντροφος του Οδυσσέα  τους ακολούθησε ως την άκρη του χωριού. Μετά επέστρεψε , εισέβαλε  στο σπίτι του  πατέρα της Μαρίας  και του κάρφωσε  ένα  μαχαίρι  στην καρδιά
   Ο εμφύλιος είχε ήδη ξεκινήσει…


  Λιμάνι 1950
Το εμπόρευμα είχε καταφτάσει. Ο Οδυσσέας  άναψε τσιγάρο καθώς επότπευαν  από  ένα στενάκι τον χώρο, μετά κοίταξε τους  3  συντρόφους του
-Αυτά τα κιβώτια έχουν  μέσα  κοκαΐνη. Ο Μπάμπης σκοπεύει να την   διοχετεύσει σε όλη την χώρα. Σήμερα είναι η  στιγμή μας. Αν κερδίσουμε την εμπιστοσύνη του  θα  χουμε  κάνει το μεγάλο βήμα  για να πετύχει το σχέδιο μας
Ο  Μάρκος μπήκε μπροστά και είπε
-Πάμε.
  
Οι  4  τους  κίνησαν προς το  χώρο  φορτοεκφόρτωσης

Νωρίτερα το πρωί ο Μάνος   έμπλεκε με μια παρέα  αλητάμπουρών  ταγματασφαλιτών  στην παραλία. Δήθεν  τυχαία   τους  φανέρωνε  που δούλευε και πόσο εύκολο ήταν να κλέψει κάποιος έστω ένα απ τα  15 φορτηγά και να πουλήσει το εμπόρευμα 

Καθ όλη την διάρκεια της νύχτας  ο Μπάμπης με τον Νίκο  επέβλεπαν την  εκφόρτωση  του «εμπορεύματος»
Κάποια στιγμή ο Μάρκος  πλησίασε τον Νίκο και του άρπαξε το πιστόλι.
Ο Μπάμπης πήγε να αντιδράσει αλλά  ο γίγαντας του κανε νόημα με το χέρι να  κάνει ησυχία. Μετά κινήθηκε προς το πιο απομακρυσμένο  φορτηγό  και άρχισε να πυροβολεί. Οι δυο μαφιόζοι τρέξαν προς τα εκεί. Όταν έφτασαν είδαν  5  νεαρούς  να κείτονται νεκροί δίπλα σε μια λίμνη  αίματος.
Ο Νίκος έσκυψε και ψαχούλεψε τις τσέπες  τους. Έβγαλε από μέσα μερικά σακουλάκια με το «προϊόν» Μετά κοίταξε  τον Μπάμπη
-Μόλις μας έσωσε από την οικονομική καταστροφή ο Μάρκος
-Απλά τους είδα με την άκρη του ματιού μου κύριε να κινούνται  ύποπτα.
Ο Μπάμπης ανέκφραστος  κούνησε το κεφάλι  του . Έκανε ένα  νόημα να μαζέψουν τα πτώματα και  μπήκε στο αμάξι που τον περίμενε η  Εσπεράντζα  και  φύγανε
Ο Μάρκος δήθεν  φοβισμένος κοίταξε τον Νίκο και τον ρώτησε
-Θα πάω  φυλακή για αυτό  κύριε;
Ο Νίκος  χαμογέλασε
-Σίγουρα κάπου θα πάτε όλοι αλλά αυτό δεν θα ναι η  φυλακή. Ετοιμαστείτε  για ένα ταξιδάκι  στην Φλώρινα  αύριο.







  

  

Σχόλια