Εσπεράνζα-s01 e06 Κόκκινη Νύχτα


Στο ταβερνάκι  η κομπανία  έπαιζε το ένα λαϊκό  τραγούδι μετά το άλλο . Οι φτωχοί  θαμώνες της, αριστεροί κυρίως της εργατικής    γειτονιάς  διασκέδαζαν τον πόνο και την  μιζέρια  τους και πνίγαν στο ποτό  τους καημούς και τις  δυσκολίες της καθημερινότητας  τους



   Ο  Επιθεωρητής Νικολάου  πάντα   όταν έμπαινε  στο μαγαζί  κατευθυνόταν στο τραπέζι  του  στο βάθος του μαγαζιού  πίσω  από κάποιες κολώνες ώστε να  ναι  απρόσβλητος απ τα αδιάκριτα  βλέμματα. Ευθυτενής και πανύψηλος  μέσα  στην μαύρη καμπαρτίνα του  περπατούσε με αργό και  σταθερό βήμα  ως το μέρος  του. Έπειτα ακουμπούσε το  «καβουράκι» του, το καπέλο του στο τραπέζι και καθόταν. Ο σερβιτόρος  που τον είχε μάθει πλέον έσπευδε  να τον εξυπηρετήσει. Μετά από μια κουραστική μέρα, ένα  καραφάκι ρετσίνα, λίγο μεζεδάκι και η   λαϊκή  μουσική   ήταν τα μοναδικά που χρειαζόταν
   Σπίτι δεν  υπήρχε  οικογένεια να τον περιμένει.  «Εσύ παντρεύτηκες την υπηρεσία  σου», του χε πει κάποτε ένα παλιό του αίσθημα πριν τον χωρισμό τους.  Τώρα  πλέον όντως  είχε  «παντρευτεί» την υπηρεσία  του, όμως στο  μικρό ταβερνάκι δεν  πήγαινε για να κατασκοπεύσει  τους «εχθρούς του  έθνους»  , - τους αριστερούς- που  σύχναζαν εκεί  αλλά για να ηρεμήσει πρι πάει σπίτι του για  ύπνο




   Ο  Επιθεωρητής Νικολάου  πάντα   όταν έμπαινε  στο μαγαζί  κατευθυνόταν στο τραπέζι  του  στο βάθος του μαγαζιού  πίσω  από κάποιες κολώνες ώστε να  ναι  απρόσβλητος απ τα αδιάκριτα  βλέμματα. Ευθυτενής και πανύψηλος  μέσα  στην μαύρη καμπαρτίνα του  περπατούσε με αργό και  σταθερό βήμα  ως το μέρος  του. Έπειτα ακουμπούσε το  «καβουράκι» του, το καπέλο του στο τραπέζι και καθόταν. Ο σερβιτόρος  που τον είχε μάθει πλέον έσπευδε  να τον εξυπηρετήσει. Μετά από μια κουραστική μέρα, ένα  καραφάκι ρετσίνα, λίγο μεζεδάκι και η   λαϊκή  μουσική   ήταν τα μοναδικά που χρειαζόταν
   Σπίτι δεν  υπήρχε  οικογένεια να τον περιμένει.  «Εσύ παντρεύτηκες την υπηρεσία  σου», του χε πει κάποτε ένα παλιό του αίσθημα πριν τον χωρισμό τους.  Τώρα  πλέον όντως  είχε  «παντρευτεί» την υπηρεσία  του, όμως στο  μικρό ταβερνάκι δεν  πήγαινε για να κατασκοπεύσει  του;ς «εχθρούς του  έθνους»  , - τους αριστερούς- που  σύχναζαν εκεί  αλλά για να ηρεμήσει πρι πάει σπίτι του για  ύπνο
 
Στο μαγαζί του Μπάμπη  η Εσπεράνζα  εμφανιζόταν στην σκηνή και ξεκινούσε το σόου της. 
Τραγουδούσε, χόρευε και  με   τέχνη αργά αργά  απαλλασσόταν απ τα  λιγοστά έτσι και αλλιώς  ενδύματα της
Το κοινό της από κάτω, όλη  η αξιοπρεπής  ελίτ  της πόλης   άρχισαν  να ιδρώνουν απ τον πόθο  τους  για αυτήν  που  φούντωνε όσο το σόου  κορυφωνόταν

Ο Μπάμπης απ το  γραφείο του  ψηλά παρατηρούσε το σόου κρατώντας ένα  ποτήρι ουίσκι στο χέρι. Μετά  γύρισε και κοίταξε τους 4 πρώην  αντάρτες και τον έμπιστο του τον Νίκο
-Τι σκατά έγινε εκεί πάνω και χάσαμε την κότα  με τα χρυσά αυγά;
 Επέλεξε ο Νίκος να μιλήσει
-Όπως σου είπαμε  Μπάμπη
-Ξαναπείτε  μου
-Πράξαμε όπως μα ς είπες.  Φροντίσαμε να  γίνει η συναλλαγή με πλήρη ασφάλεια  για τον Παπαδόπουλο. Τελείωσε και  αυτός με την Εσπεράνζα  ξεκίνησαν για την ΜΕΓΑΛΟΎΠΟΛΗ. Δεν τον ακολουθήσαμε για να μην  υποψιασθεί κάτι που έθετε  την Εσπεράνζα σε κίνδυνο . Αργότερα  όταν  πήραμε τον δρόμο της επιστροφής  βρήκαμε μερικά  χιλιόμετρα έξω απ την Φλώρινα  την Εσπεράνζα   μέσα στο κρύο να  κάθετε  μέσα στο αμάξι αμίλητη και τον  χοντρό εργοστασιάρχη να κείτεται στην μέση του δρόμου με το  σώμα του γαζωμένο από σφαίρες
-Δεν βγάζει νόημα, ποιος μπορεί να τον ήθελε νεκρό;  Μονολόγησε ο Μπάμπης
Το ίδιο είχε σκεφτεί και ο Επιθεωρητής Νικολάου  12 ώρες νωρίτερα  όταν κλήθηκε να μεταβεί στην περιοχή. Στεκόταν πάνω απ το πτώμα  του δολοφονημένου  εργοστασιάρχη αμίλητος
-Μπορούμε  ίσως να μάθουμε κάτι απ την αστυνομία; Ρώτησε ο Νίκος
-Αυτό το  καθίκι ο Νικολάου, βλαστήμησε ο Μπάμπης, δεν μας δίνει τίποτα. Το πήρε πολύ  πατριωτικά που στον πόλεμο κάναμε   δουλειές με τους Γερμανούς
-Λες και αυτός δεν   τους υπηρέτησε, μουρμούρισε ο Νίκος
-Αφεντικό, πήρε τον λόγο  ο Οδυσσέας, με όλο τον σεβασμό  θα ήθελα να ρωτήσω αν η  Εσπεράνζα  είπε  σε σας τουλάχιστον αν είδε τα πρόσωπα των δραστών; Γιατί σε μας δεν μίλησε καθόλου, ούτε την στιγμή  που την βρήκαμε , ούτε καθ όλη την διάρκεια του  ταξιδιού της  επιστροφής
-Είχαν καλυμμένα τα πρόσωπα  τους. Αυτό είδε μόνο
-Είμαστε σ το απόλυτο σκοτάδι, μονολόγησε ο Νίκος
Ο  Δημήτρης ο πολυμήχανος της ομάδος των πρώην ανταρτών πήρε τότε τον λόγο ξαφνιάζοντας ακόμη και τους  συντρόφους  του
-Θα μπορούσα ίσως, αν μου  δίνετε  την άδεια να φύγω. Θα ήθελα να ρωτήσω μερικές άκρες  που έχω αν γνωρίζουν τίποτα
Ο Μπάμπης  τον κοίταξε  ανέκφραστος
-Έχεις άκρες  στην πόλη που δεν έχω εγώ;  Τον ρώτησε
-Λίγες. Ασήμαντες. Αυτό το πράμα  έτσι όπως έγινε μου  θυμίζει πράξη  ασήμαντων εγκληματιών. Ασήμαντων σε απόγνωση. Χτυπήσαν για να κλέψουν όμως πέρα από  κάποια χαρτονομίσματα   Παπαδόπουλος δεν είχε λεφτά  στην τσέπη  του
-Και δεν πείραξαν την Εσπεράνζα, παρατήρησε ο Νίκος
Ο Μπάμπης  γύρισε και τον κοίταξε
-Τι θες να πεις; Μίλα καθαρά;
-Δεν είναι παράξενο που αφήσαν την κοπέλα  ζωντανή; Είναι μάρτυρας και μπορεί να τους αναγνωρίσει
  Ο Μπάμπης δε είχε  απάντηση αν και ο υπαινιγμός  του Νίκου για  εμπλοκή της Εσπεράνζα   στην υπόθεση ήταν εμφανής
    Πλησίασε  το  αφεντικό του και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του
-Πάντα σε αυτές τις  περιπτώσεις πάμε  τον ύποπτο που έζησε ενώ όλοι οι άλλοι πεθαναν στο υπόγειο και τον ανακρίνουμε. Μην αφήσεις το καπρίτσιο  σου  να μας  βάλει φωτιά σε όλα όσα χτίσαμε ως τα τώρα Μπάμπη
   Ο Μπάμπης ήθελε να σκοτώσει τον Νίκο, όμως γνώριζε πως το σωστό ήταν να βασανίσει  την Εσπεράνζα . Έτσι λειτουργούσαν πάντα και σχεδόν πάντα  άτομα  που  ζούσαν  ήταν και εμπλεκόμενα στο κόλπο. Η καρδιά του  σφίχτηκε. Δύσκολα θα έβρισκε ξανά σαν την Εσπεράνζα γυναίκα και υπάλληλο, όμως το  εσωτερικό  τους πρωτόκολλο υπαγόρευε να γίνει αυτό που πρότεινε ο Νίκος
-Φώναξε  τον  Χάρο, του είπε και μετά στράφηκε προς τον Δημήτρη και του είπε, ξεκίνα  να το ψάχνεις και εσύ με τις άκρες σου
   Οι 4 φίλοι βγήκαν απ το γραφείο του Μπάμπη. Εκείνη την ώρα απ τον διάδρομο που ήταν τα καμαρίνια  εμφανίστηκε η Εσπεράνζα  τυλιγμένη με μια  μικρή πετσέτα  γύρω απ το  σώμα της. Τους χαμογέλασε  σχεδόν συνωμοτικά και  μπήκε  σε ένα δωμάτιο
-          Αυτός ο Χάρος ήταν βασανιστής  των  Γερμανών, μονολόγησε ο Μάρκος, όταν τελειώσει με την κοπέλα  θα ναι  σαν ζωντανή νεκρή και αγνώριστη.





Βγήκαν έξω  και ο Οδυσσέας τους οδήγησε σε ένα  στενό μακριά απ τα αδιάκριτα  βλέμματα. Μετά κοίταξε τον Δημήτρη
-Τι ακριβώς  σκεφτόσουν  όταν πρότεινες τα παλαβό  που πρότεινες στον Μπάμπη;
Ο Δημήτρης  χαμογέλασε και άναψε  τσιγάρο. ΜΕΤΆ  τους  κοίταξε όλους έναν προς έναν  πριν τους πει
-Πάντε σπίτια σας  και πάρτε τα όπλα σας. Εσύ Μάρκο την  κοντόκαννη , εσύ Μάνο  τα δυο πιστόλια σου, εσύ Οδυσσέα  το πολυβόλο σου. Σήμερα  ο Μπάμπης  σβήνει και του παίρνουμε  τα πάντα

-Και πάλι δεν μου εξήγησες τι σκέφτηκες, επέμεινε ο Οδυσσέας
-Αυτή πόλη, είπε ο Δημήτρης  και τον διέκοψε μια βροντή μέσα στον νυχτερινό  ουρανό που προμήνυε άγρια καταιγίδα, έχει μια  παλιά  τουρκική γειτονιά με  στενά λαβύρινθους. Εργατική γειτονιά με  φτωχούς ανθρώπους. Εκεί θα συναντηθούμε σε μια  ώρα
Ο Μάρκος τον πλησίασε και του ψιθύρισε
-Το καλό που σε  θέλω ότι και αν σχεδιάζεις  βιάσου. Το κορίτσι  εκεί μέσα κινδυνεύει. Σε  μιάμιση  ώρα ο Χάρος θα  βρίσκεται εδώ
Ο  Δημήτρης σήκωσε το βλέμμα του και  κοίταξε  χωρίς να πει κουβέντα   τον  θεόρατο φίλο του. Ήξερε πως  η ευθύνη που ανέλαβε ήταν μεγάλη  αλλά ήταν η μόνη λύση για να  σωθεί η Εσπεράνζα
Ο Μάνος τον πλησίασε και τον κοίταξε
-Ελπίζω να ξέρεις τι κάνεις  και αυτή την φορά σύντροφε.
-Ξέρω, απάντησε  ο Δημήτρης   με φωνή που πρόδιδε  αγωνία 
-Θα τα πούμε σε μια ώρα στην Τουρκική  γειτονιά τότε, είπε ο Μάνος
-Εσύ  δεν θα έρθεις, του πε ο Δημήτρης
-Μην μου λες τέτοια. Δεν έχασα ποτέ  το πανηγύρι, ακόμη και στις πιο δύσκολες μάχες
-Για να μην κινήσουμε  υποψίες. Εσύ θα πας σπίτι σου θα πάρεις  τα πιστόλια σου και θα έρθεις εδώ
-Για ποιον λόγο;
-Γιατί κάποιος πρέπει να σκοτώσει  τον Χάρο
Το βλέμμα του πιτσιρικά του   Μάνου πάγωσε. Ξεροκατάπιε και κοίταξε τους υπόλοιπους και μετά ξανα τον Δημήτρη. Στα μάτια  αυτή την φορά
Μετά; Χωρίς να πουν κουβέντα  χωρίστηκαν   τραβώντας ο καθένας για διαφορετική κατεύθυνση.

Ο Νικολάου  αυτή την νύχτα έκανε κάτι που   δεν το συνήθιζε. Παρήγγειλε και δεύτερο  καραφάκι ρετσίνα. Οι  ιδέες  που του βάλε νωρίτερα ο Σπίνος  δεν τον άφηναν σε ησυχία

Ο Μάρκος έφτασε στο φτωχόσπιτο του. Μπήκε μέσα. Έσκυψε κάτω απ το κρεβάτι του και  έβγαλε την κοντόκαννη   καραμπίνα  του καθώς  και  ένα κουτί με σφαίρες

Ο Οδυσσέας οδηγούσε μέσα στην νύχτα με κατεύθυνση προς την Τούρκικη  γειτονιά. Στο κάθισμα του συνοδηγού  του κείτονταν  θαρρείς το  πολυβόλο του  με  3 γεμιστήρες
Ο δρόμος άρχισε να γίνεται  γλιστερός καθώς  πλέον οι βροντές και οι αστραπές  δώσαν την θέση τους  σε μια άγρια καταιγίδα 

Ο Μάνος  μπήκε ξανά στο μαγαζί έχοντας  στις μέσα  τσέπες απ το σακάκι του τα δυο πιστόλια του.

Περίμενε στο μπαρ τον Νίκο που είχε πάει να φέρει τον Χάρο


Ο Δημήτρης  περπατούσε  μέσα στα στενά της παλιάς τούρκικης γειτονιάς. Η μπόρα  πλέον συνοδευόταν και από αέρα. Μια πόρνη, μια απ τις πολλές που δημιούργησε ο  εμφύλιος, η λευκή τρομοκρατία  της δεξιάς και  η οικονομική κρίση έπεσε πάνω του καθώς έτρεχε να πάει  στο χαμόσπιτο  της .Ο Δημήτρης την έπιασε απ τα μπράτσα  συγκρατώντας την να μην πέσει. Κοιτάχτηκαν χωρίς να μιλήσουν.
Έφερε το πρόσωπο του ακόμη πιο κοντά στο δικό της και την φίλησε. Η κοπέλα αποτραβήχτηκε  λέγοντας του
-Κύριε δεν είμαι αυτό που σας αξίζει
-Κοπέλα μου; Ούτες εγώ είμαι αυτό που σου  αξίζει
Η πόρνη  χαμογέλασε και ύστερα  αφού έκανε  δυο  βήματα προς τα πίσω, έκανε μεταβολή και χάθηκε τρέχοντας στα στενά


Στο ταβερνάκι ο Νικολάου είδε μια παρέα  χαφιέδων να μπαίνουν μέσα  και να κατευθύνονται  στο τρπάζι  ενός νεαρού που  τον γνώριζε  φατσικά-  ήσυχο παιδί. Δούλευε στο  εργοστάσιο και μετά την δουλειά  απλά ερχόταν και μπεκρόπινε τον μισθό του χωρίς να δημιουργεί ποτέ  προβλήματα.
 Οι χαφιέδες απλά είχαν όρεξη για  τσαμπουκά. Στάθηκαν για μια στιγμή πάνω απ το τραπέζι του και μετά ξεκίνησαν να βαράνε το παιδί.
Ο Νικολάου μονολόγησε
-Δεν έχω όρεξη για τέτοιες μαλακίες που να με πάρει.
Μετά σηκώθηκε και πλησίασε τους χαφιέδες από πίσω. Μπορούσε να τους δείρει και τους  3 απλά  επέλεξε να  βγάλει το πιστόλι του  και να ρίξει μια φορά στον αέρα.
Οι  χαφιέδες σταμάτησαν αν δέρνουν το παιδί και γύρισαν και τον κοίταξαν
-Δεν θα  ρίξεις  αστυνόμε, μούγκρισε  γελώντας χαιρέκακα ο ένας απ αυτούς
Ο Νικολάου χωρίς να μιλήσει πίεσε την σκανδάλη και η σφαίρα απ το όπλο του καρφώθηκε στο γόνατο του  χαφιέ τινάζοντας τον στο πάτωμα….






Την ώρα που ο Νίκος έμπαιναν με τον Χάρο στο γραφείο του  Μπάμπη, το τηλέφωνο χτυπούσε. Στην άλλη άκρη της γραμμής  ο Δημήτρης τον ενημέρωνε πως έπρεπε να μεταβεί  ο ίδιος στην τουρκική γειτονιά , στον μαχαλά να ακούσει με τα αυτιά του κάτι σημαντικό για την δολοφονία του Παπαδόπουλου

Έκλεισε το τηλέφωνο και κοίταξε τον Νίκο.
-Να σε περιμένουμε;  Τον ρώτησε
-Όχι. Πάρε  τον Μάνο , είναι κάτω στο μπαρ και πάντε την στο υπόγειο, είπε φορώντας το σακάκι του και  βγήκε στον δρόμο

Ο Μπάμπης  έπαιζε περισσότερο παρά έπινε  απ το ποτήρι του με το ουίσκι όταν τον πλησίασαν ο Νίκος με τον Χάρο
-Ήρθε η ώρα , είπε  στον πιτσιρικά, πάμε
Ο Μάνος τους ακολούθησε 
Κατευθύνθηκαν στα καμαρίνια.
Ο Νίκος άνοιξε με μια κλωτσιά  την πόρτα και  στάθηκες μπροστά στην ημίγυμνη  Εσπεράνζα  δείχνοντας της  το πιστόλι που χε   σφηνωμένο στην μέση  του.
 

Το αμάξι του Μπάμπη  ξεχυνόταν με ιλιγγιώδη  ταχύτητα μέσα στους δρόμους με κατεύθυνση τον Μαχαλά


Ο Νίκος με τον Χάρο και τον Μάνο  κατέβαζαν την Εσπεράνζα κάτω στο υπόγειο.

Στα καμαρίνια μια χορεύτρια εκμυστηρεύτηκε σε μια άλλη
    -Κρίμα το κοριτσάκι. Κανείς  δεν βγήκε από κει  ζωντανός
Η άλλη κοπέλα  χαμογέλασε  σκεπτόμενη πως θα  έπαιρνε την θέση  της  Εσπεράνζα στην  σκηνή και στην καρδιά του Μπάμπη. Αυτή που στεναχωρέθηκε  σηκώθηκε και πήγε στο παραβάν της. Γονάτισε  σταύρωσε τα χέρια της και   έστειλε ένα παρακαλητό στον θεό, όπως έκανε και στο χωριό της….


Το αμάξι του  Μπάμπη σταμάτησε στο πλακόστρωτο του μαχαλά λίγο πριν  τα ανηφορικά  σκαλιά  . Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Ο αέρα του μαστίγωσε  το πρόσωπο μαζί με τις  παγωμένες σταγόνες της  βροχής.
Μπροστά του εμφανίστηκε ο Δημήτρης
-Δημήτρη που ναι  η άκρη σου  που θέλε να μου μιλήσει;  Του φώναξε.
Ο  Δημήτρης δεν απάντησε. Συνέχισε να τον κοιτάει  αμίλητος.
Απ  τα γύρω στενά εμφανίστηκαν με  τα όπλα τους ανά  χείρας ο Οδυσσέας και ο  Μάρκος
Στο  πλακόστρωτο που  σχημάτιζε μια μικρή πλατεία  τώρα στεκόταν 4 άντρες με καμπαρντίνες και  καβουράκια στα κεφάλια τους.
Ο Μπάμπης κοίταξε  τους δυο συντρόφους  του Δημήτρη να τον σημαδεύουν


Ο Νίκος με τον Χάρο  δέναν   τα χέρια της Εσπεράνζα  με  σκοινιά που τα  στερεωμένα μέναν  γάντζο που ταν καρφωμένος στο ταβάνι του υπογείου.
Η κοπέλα  έκλαιγε   και τους παρακαλούσε, ήταν όμως σαν να  μην την άκουγαν
Το χαν κάνει άλλωστε τόσες φορές το ίδιο πράμα που είχαν συνηθίσει στις αντιδράσεις των θυμάτων τους
Ο Μάνος  στεκόταν σ το προσκέφαλο της πόρτας με τα χέρια  στις τσέπες απ το σακάκι του. Ακίνητος , αμίλητος


Οι  3 σύντροφοι πλησίασαν τον Μπάμπη
-Θα μου κανείς τι συμβαίνει εδώ;  Ούρλιαξε ο  Μπάμπης
-Εδώ τελειώνει, του πε ο Δημήτρης
Ο μαφιόζος έκανε μια κίνηση να βγάλει το πιστόλι του όμως  η κοντόκαννη  του Μάρκου  εκπυρσοκρότησε  τινάζοντας  τον ένα μέτρο παραπέρα και ρίχνοντας τον  στο έδαφος.

Ο Νίκος  κοίταξε αγριεμένος  τον Μάνο και του φώναξε
-Θα  ρθεις να βάλεις ένα χεράκι ή θα κοιτάς σαν χαζός;
Ο Μάνος κούνησε το κεφάλι. Η καρδιά του χτυπούσε   υπερβολικά  γρήγορα. Η αναπνοή του είχε κοπεί. Το μυαλό του άδειασε  από κάθε σκέψη…


Ο Μπάμπης έκανε να σηκωθεί απ το βρεγμένο πλακόστρωτο όμως μια δεύτερη σφαίρα  απ την κοντόκαννη  καρφωνόταν στο στήθος  του.
Παρ όλα αυτά δεν  είχε πεθάνει. Με φανερή για τον ίδιο δυσκολία  επιχείρησε ξανά  να  φέρει το χέρι στο σακάκι του και να βγάλει το πιστόλι του.
-Δικός σου, είπαν στον Δημήτρη από κοινού  Μάρκος και Οδυσσέας
Ο Δημήτρης  έβαλε το χέρι στο δικό του σακάκι να βγάλει το δικό του πιστόλι. Εκείνη την στιγμή διαπίστωνε πως  είχε  ξεχάσει να στείλει κάποιον  να του τον φέρει απ το σπίτι
-Δεν μου φέρατε το πιστόλι μου; Τους φώναξε
-Δεν μας είπες, φώναξε ο Μάρκος  ενώ το χέρι του Μπάμπη  τώρα είχε φτάσει στην μέσα τσέπη  απ το σακάκι του και άγγιζε το όπλο  του
-Τι να  σας πω;  Φώναξε ο Δημήτρης, δεν το σκεφτήκατε;
Ο Μπάμπης τώρα έβγαζε το όπλο του και προσπαθούσε να το τεντώσει και  σημαδεύσει τον Δημήτρη.
 Ο  Οδυσσέας  του πέταξε το πολυβόλο  του
Ο Δημήτρης το έπιασε στον αέρα. Το φέρε σε  θέση  σκόπευσες κοντά στην κοιλιά του. Σημάδεψε και άδειασε τον γεμιστήρα του πάνω στο σώμα του Μπάμπη.

Ο Νίκος και ο Χάρος  δέναν σε κόμπους  τα χέρια της Εσπεράνζα. Στεκόταν με πλάτη στον Μανο
Ο πιτσιρικάς έβγαλε  τα δυο του πιστόλια.
Οι δυο έμπειροι  βασανιστές  ξαφνιάστηκαν όταν ακούσαν  τον χαρακτηριστικό ήχο  που κάναν  όταν τα  όπλισε
Δεν πρόλαβαν αν γυρίσουν αν  τον κοιτάξουν  όταν άρχισαν να δέχονται τις  σφαίρες  του στις πλάτες τους
Αυτοί οι  άνθρωποι που σπέρναν τον θάνατο σε άλλους ανθρώπους τώρα  δεν μπορούσαν να διανοηθούν πως  ήρθαν στην θέση των θυμάτων τους. Αυτή  ήταν η τελευταία  τους σκέψη.


Ο Μάνος  έλυσε με δυσκολία την Εσπεράνζα. Την πήρε στην αγκαλιά του και της ψιθύρισε.
-Ειλικρινά πίστεψες πω ς θα τους άφηνα να σου κάνουν κακό; Ειλικρινά πίστεψες πως θα  αφήσω ποτέ κάποιον να σου κάνει κακό;

Η κοπέλα τον κοίταξε  στα μάτια. Αυτό που έβλεπε δεν ήταν ούτε  έρωτας, ούτε πάθος για σαρκικές απολαύσεις αλλά αγάπη. Αληθινή αδερφική αγάπη, κάτι που ποτέ δεν γνώρισαν οι δυο τους


Οι  σύντροφοι βρήκαν τον Μάνο να  χει πάριε την κοπέλα  στους ώμους του και να προσπαθούν να   βγουν απ το υπόγειο. Σπεύσανε να  τους  βοηθήσουνε



Ο Νικολάου  στεκόταν  στην μέση του τούρκικου μαχαλά . Τριγύρω του  την μονοτονία της νύχτας έσπαγαν οι στάλες της βροχής και οι μπλε φάροι των περιπολικών
Κοιτούσε το θύμα αλλά  απ το μυαλό δεν  μπορούσε να φύγει η  ιστορία με την ομάδα των ανταρτών που χαν πάρει «λάθος κατεύθυνση»

333
Τώρα πλέον χάραζε στην  Μεγαλούπολη. Οι 4  αποσκίρτησαντες αντάρτες   στεκόταν  πάνω σε έναν λόφο που  δέσποζε  στην πόλη. Η Εσπέρανζα  ήταν δίπλα τους.
Η μπόρα έδινε την θέση της   σε λιγοστές ψιχάλες.
Απ το χείλος του γκρεμού  κοιτούσαν την πόλη.
Η  εργατική τάξη  ξυπνούσε και  βάδιζε προς  τα εργοστάσια και τους άλλους χώρους   εργασίας της. Στο βάθος  έιδαν μια  κλούβα να μεταφέρει πολιτικούς κρατούμενους απ τα κρατητήρια στο παλιό κάστρο που τώρα  ήταν  φυλακές
Η  Εσπέρανζα μονολόγησε
-Θέλω να βάλω  φωτιά σ αυτό τον κόσμο , αλλά  στο  τέλος θα χάσουμε
Εκείνη την ώρα την θέση των εργατών στους δρόμους έπαιρναν τα σχολιαρόπαιδα που με τις φτωχικές  ποδιές τους κινούσαν για το σχολείο
-Μπορεί να χάσουμε αλλά θα πάρουμε πολλούς από δαύτους μαζί μας στην κόλαση, μονολόγησε ο Μάνος  που στεκόταν δίπλα της
  Ο Μάρκος κοίταξε  τα σχολιαρόπαιδα  και  χαμογελώντας ρώτησε τον Μάνο
-Εσύ που μιλάς δεν θα πρεπε να σουν μαζί τους αυτή την ώρα;
Κοιτάχτηκαν όλοι   μεταξύ τους και σκάσανε στα  γέλια

Σχόλια