Εσπεράντζα s01e01



Εσπεράντζα 
1


  Ο πρόεδρος του χωριού παρατηρούσε  την Μαρία που  του χε  γυρίσει την πλάτη και  ντυνόταν. Μόλις φόρεσε την φούστα της και πέρασε το τσεμπέρι στα μαλλιά της γύρισε και τον κοίταξε. Αυτός ξεφύσησε. Δεν του άρεσε να την πληρώνει. Γενικώς δεν του άρεσε να δίνει λεφτά για τίποτα. Η Μαρία  συνέχισε να τον κοιτάζει  επίμονα. Δεν ξάπλωνε στο κρεβάτι  του μαζί του από αγάπη ή από βίτσιο  αλλά  για να μπορέσει να ζήσει την κόρη της.
   Ο χοντρός άντρας σηκώθηκε  απ το κρεβάτι και περπάτησε  γυμνός ως την ντουλάπα. Την άνοιξε και απ το  σακάκι του  έβγαλε μερικά χαρτονομίσματα. Γύρισε και της τα έδωσε μουτρωμένος


-Ευχαριστώ , του πε  η Μαρία
-Δεν θα πρεπε να μου παίρνεις  λεφτά Μαρία. Σε κάνει να δείχνεις  σαν πόρνη
-Εσύ και το καθεστώς σου  πρόεδρε με καταντήσατε πόρνη. Είμαι πόρνη. Είναι το μόνο που μπορώ να είμαι  για να  καταφέρω να  επιβιώσω
-Δεν σε κάναμε εμείς πόρνη Μαρία αλλά ο  άντρας σου που πήρε τα όπλα  ενάντια στην πατρίδα
-Τι άλλο μπορούσε να κάνει πρόεδρε;4 χρόνια  πολέμησε τους Γερμανούς και όταν ελευθερώθηκε  η πατρίδα οι Άγγλοι στείλαν τους συνεργάτες  των Γερμανών να τον σκοτώσουν. Εσύ στην θέση του τι θα έκανες  για να γλιτώσεις;
-Άρχισες  τις γνωστές θεωρίες των κομουνιστών ξανα;
  Η Μαρία γέλασε, έβγαλε ένα τσιγάρο απ το πακέτο που βρισκόταν στο  τραπέζι  και το άναψε.
-Δεν έχεις απάντηση πρόεδρε. Δεν έχεις δικαιολογία. Και  τι έκανε  η κοινότητα; Εσύ; Όσο πολεμούσε  στο βουνό  φρόντισες να μας πάρεις τα χωράφια, την μόνη πηγή εσόδων μας
-Το δικαστήριο του αφαίρεσε την ιθαγένεια και το δικαίωμα να κατέχει  γη.
-Το δικαστήριο έκρινε  ένοχη και μένα; Και την Εσπεράντζα; Είναι ένοχη η κόρη του; Ένα  μικρό παιδάκι;
-Μαρία αυτοί είναι οι νόμοι, δεν θα τους αλλάξεις ούτε εσύ , ούτε  εγώ
-Και πως περιμένεις να ζήσω εγώ; Θες να μη σου παίρνω  λεφτά; Και τι  θα πάω  στο παιδί μου να φάει;
  Ο πρόεδρος έμοιαζε να νευριάζει μιας και  τα επιχειρήματα της Μαρίας   τον έφερναν σε  δύσκολη  θέση.
  Ο εμφύλιος είχε μόλις ένα  χρόνο που τέλειωσε. Οι  χαρακτηρισμένοι  ως «κομουνιστές» ή καλύτερα ως «μιάσματα» απ το καθεστώς αν δεν βρισκόταν στην φυλακή ή την εξορία , περνούσαν  πολύ  δύσκολα, ειδικά όσοι  κατοικούσαν στα χωριά όπως η Μαρία
  -Την άλλη Κυριακή θα επισκεφτούν το χωριό μας ο νομάρχης μαζί με τον ανερχόμενο  γνωστό πολιτικό, της είπε ο  Πρόεδρος
-Λες για τον Κωνσταντίνο;
-Αυτόν λέω, είπε ο πρόεδρος που άναβε επίσης τσιγάρο, θα σε χρειαστώ εκείνη την μέρα
-Θες να παραβρεθώ στην πλατεία που θα κόβει την κορδέλα  για το άγαλμα  ο Κωνσνταντίνος; ρώτησε η Μαρία κοιτώντας ειρωνικά  προς  το μόριο του προέδρου
-Θέλω να  περιμένεις στην ακρογιαλιά. Μίλησα με τον  καεπτάν Βαγγέλη και θα χει  έτοιμη την θαλαμηγό. Μετά τα αποκαλυπτήρια  θα  τους κατεβάσω στην ακρογιαλιά και  βγούμε  το σκάφος στα ανοικτά να το γιορτάσουμε. Θέλω να σαι και συ εκεί, στο σκάφος να μας…ξέρεις…να μας κάνεις να περάσουμε καλά
-Το ξες πως δεν μπορώ να ζητήσω λεφτά από  αυτούς. Θα με  μπουζουριάσουν
-Θα σε πληρώσω εγώ  αναθεματισμένη  σκύλα  που να σε πάρει ο διάολος. Μόνο τα λεφτά σκέφτεσαι παλιοπουτανάκι
-Θα σου κοστίσει ακριβά αυτή η εξυπηρέτηση  για την….πατρίδα, κύριε  πρόεδρε
-Εσύ  ανέλαβε το δικό σου κομμάτι και θα πληρωθείς καλά
-Θέλω να πληρωθώ απ την Παρασκευή  όμως, του είπε και  χαμογέλασε. Ξανακοίταξε ειρωνικά το μόριο του και  κίνησε προς την έξοδο του σπιτιού, άνοιξε την πόρτα και πριν φύγει  τον ρώτησε, αν δω πάλι την γυναίκα  σου στον δρόμο κι μου πετάξει τις γνωστές ειρωνείες της, τι να της πω;
-Να μην της πεις τίποτε. Στρίβε


   
Η Μαρία βγήκε στον δρόμο και κίνησε  για το σπίτι της. Οι συγχωριανοί της την κοιτούσαν  υποτιμητικά. Μετά την απόφαση της να στραφεί  στην πορνεία για να ζήσει της γύρισαν όλοι την πλάτη. Οι δεξιοί  γιατί έπραττε κάτι  αντίθετο  στα  χριστιανικά ήθη και οι αριστεροί  γιατί όντας επίσης συντηρητικοί  θα την προτιμούσαν να υποφέρει  ως  γυναίκα του  αντάρτη   παρά  να επιβιώνει και να μεγαλώνει την μικρή της κόρη ως πόρνη




  
Ο κλοιός  γύρω απ τους αντάρτες είχε σφίξει ήδη πολύ. Ο Τίτο είχε  από καιρό κλείσει  τα σύνορα αποκλείοντας τους  από κάθε είδους βοήθεια εξαιτίας της επιλογής των ηγετών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος να επιλέξουν την πλευρά του Στάλιν στην διαμάχη που ξέσπασε μέσα στην Κομιντέρν
   Τώρα όλα  είχαν τελειώσει. Ο ΔΣΕ οπισθοχωρούσε προς Αλβανία και  Βουλγαρία.
   Ο Οδυσσέας  με τον Δημήτρη, τον πιτσιρικά τον Μάνο  και τον Μάρκο ανέλαβαν να  απασχολήσουν  τους διώκτες τους  ώστε να  κερδίσει  χρόνο το απόσπασμα τους  και να περάσει  στην Αλβανία
  Είχαν στήσει τα πολυβόλα  τους και έναν όλμο σε ένα  μικρό ύψωμα και έβαλαν κατά του  τακτικού στρατού και των ΜΑΥηδων που τον ακολουθούσαν.
   Ο Μάνος  κοίταξε τον Οδυσσέα που άδειαζε τον γεμιστήρα του  να γελάει  δυνατά.
-Πιτσιρικά αυτή η μάχη θα ναι  η τελευταία μας  αλλά θα ναι η πιο διασκεδαστική.
-Τους  καθηλώσαμε στην πεδιάδα, είπε ο Μάρκος, τι περιμένουμε ας περάσουμε  απέναντι
-Όχι ακόμη, απάντησε ο Οδυσσέας καθώς άλλαζε  γεμιστήρα.
   Ο γιγαντόσωμος Μάρκος  σύρθηκε προς το μέρος τους
-Οι οδηγίες του καπετάνιου ήταν σαφείς. Μόλις περάσει και ο τελευταίος  αντάρτης τα σύνορα να αποσυρθούμε και μεις
-Έχει ένα τέταρτο Οδυσσέα, φώναξε ο Δημήτρης, που περάσαν όλοι τα σύνορα, τι περιμένουμε;
  Το βλέμμα του Οδυσσέα  σκοτείνιασε. Παρατηρούσε  τους  στρατιώτες και τους Μαυηδες, τους ατάκτους  φασίστες να  παίρνουν θέσεις  κάτω στην   πεδιάδα.
  -Εμείς  είμαστε οι τελευταίοι  αντάρτες, μονολόγησε,  οι οδηγίες ήταν σαφείς, μέχρι να περάσουν και οι τελευταίοι αντάρτες τα σύνορα  να απασχολούμε  τους φασίστες εκεί κάτω
-Τι λες ρώτησε ο Μάρκος και κοίταξε τους  συντρόφους του  θεωρώντας πως ο  φίλος και σύντροφος  τους απ τα χρόνια της κατοχής και του εαμ  σάλευε
-Δεν θα το κουνήσουμε ρούπι μέχρι να περάσουμε  τα σύνορα, είμαστε οι  τελευταίοι αντάρτες, μονολόγησε ο Οδυσσέας  συνεχίζοντας να κοιτάει  τους  αντιπάλους του κάτω στην πεδιάδα.
   Μετά σηκώθηκε όρθιος και φώναξε προς την πεδιάδα
-Λοχαγέ; Είμαστε μόνο 4  άτομα εδώ πάνω και σεις  θα στε  καμιά  200αρια , γιατί δεν έρχεστε να πάρετε το ύψωμα;
Ο λοχαγός του απάντησε
-Να πα να  γαμηθείς  οπαδέ του πανσλαβισμού. Αν περιμένεις λίγο ακόμα  θα πάρεις την απάντηση σου

   Μερικά δευτερόλεπτα ακούστηκε ένας  βόμβος  απ τον ορίζοντα που ολοένα και πλησίαζε.   Ο ήχος απ τις μηχανές των  δυο πολεμικών  αεροπλάνων που πλησίαζαν προς το ύψωμα  τώρα δυνάμωναν
-Πάει , εδώ θα αφήσουμε τα κόκαλα  μας, φώναξε ο Δημήτρης
  Ο Οδυσσέας σήκωσε  το πολυβόλο του και σημάδεψε προς το μέρος  των αεροπλάνων
   Σε δευτερόλεπτα  η εικόνα τους στον ορίζοντα μεγάλωνε. Οι πιλότοι τους  ετοίμαζαν να  απολέσουν πάνω  στο ύψωμα  τις βόμβες  τους.
  Ο Μάρκος  σηκώθηκε όρθιος  και στάθηκε  δίπλα στον Οδυσσέα σημαδεύοντας επίσης προς το μέρος των  αεροπλάνων και του ψιθύρισε
-Πιστεύεις είναι καλή ιδέα;
Ο Οδυσσέας έδειξε να το σκέφτεται καλά  πριν απαντήσει
-Οπισθοχωρούμε
-Μας χωρίζουν  100 μέτρα απ τα σύνορα.
-Αν κατέβουμε απ την πίσω μεριά του λόφου.
-Ακριβώς
-Δεν θα κατεβούμε απ την πίσω μεριά του λόφου. Δεν έχουμε λόγο να πάμε στην Αλβανία
-Τι λες; Πετάχτηκε ο Δημήτρης, εγώ δεν παραδίνομαι σε αυτούς εκεί κάτω
-Ποιος μίλησε για παράδοση; Μόλις αδειάσουν τις βόμβες  τους στον λόφο μέσα  στις φλόγες τους καπνούς και τον πανικό  θα κατέβουμε  τον λόφο προς τα ανατολικά
-Προς τα ανατολικά είναι η μεγαλούπολη, παρενέβη ο Μάνος
Ο Οδυσσέας τον κοίταξε και χαμογέλασε
-Εκεί θα πάμε
Οι  3 σύντροφοι του κοιτάχτηκαν σαστισμένοι
-Τι θα πάμε να κάνουμε στην φωλιά των φασιστών; Ρώτησε ο Δημήτρης, όμως δεν πρόλαβε να πάρει απάντηση  μιας και τα δυο  βομβαρδιστικά είχαν πλησιάσει πάνω απ τον λόφο και άδειαζαν κυριολεκτικά τις βόμβες τους.
  Οι  4 φίλοι τρέχαν μέσα στους καπνούς και τις φλόγες. Πηδούσαν  πίσω από  βράχους να καλυφθούν απ τις φλόγες και μετά  απλά  κουτρουβαλούσαν την πλαγιά απ την μεριά που δεν πρόλαβαν να καλύψουν οι  διώκτες τους.


Η Μαρία επιβιβάστηκε μαζί με  τον πρόεδρο του παραθαλάσσιου  χωριού , τον νομάρχη και τον  ανερχόμενο βουλευτή της δεξιάς Κωνσταντίνο στην θαλαμηγό. Σε λίγα λεπτά το σκάφος  βγήκε στα ανοιχτά και  ο καπετάνιος του  αγκυροβόλησε.
        Η αντροπαρέα  των εθνικοφρόνων πολιτικών άνοιγε  την μια σαμπάνια  μετά την άλλη. Στα μάτια  της Μαρίας αυτό ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την φτώχεια που μάστιζε την μετεμφυλιακή  Ελλάδα.
   Οι ίδιοι άνθρωποι που καλούσαν τον λαό να κάνει  υπομονή και να υποστεί τις δύσκολες συνθήκες , την  φτώχεια και την ανεργία  ξοδεύαν μια περιουσία  μέσα στην θαλαμηγό  έτσι απλά για την πλάκα  τους
   Ο Πρόεδρος έβαλε στο γραμμόφωνο να παίζει ένα γαλλικό  τραγούδι και πρότεινε στην Μαρία να σηκωθεί και να  τους χορέψει , κάνοντας παράλληλα  στριπτήζ- άλλωστε πληρώθηκε αδρά για αυτό τον λόγο
   Οι άντρες μεθυσμένοι απ την  σαμπάνια πετούσαν γελώντας τα ρούχα της Μαρίας στην θάλασσα.
  Μετά ο πρόεδρος την πλησίασε όπως στεκόταν ολόγυμνη μπροστά τους. Την φίλησε στο στόμα και πιάνοντας την απ το χέρι την οδήγησε  στον καναπέ και την έβαλε να καθίσει ανάμεσα στον Νομάρχη και τον βουλευτή. Οι δυο άντρες ξεκίνησαν να  απλώνουν τα χέρια τους  σε όλο το κορμί της και να το περιεργάζονται.
    Σύντομα  οι τρεις άντρες  γευόταν  το κορμί της χλευάζοντας τον  νεκρό άντρα της για τις πολιτικές του πεποιθήσεις και την τύχη που είχε στα βουνά αλλά και την ίδια. Η Μαρία  απλά υπόμενε  την «διαδικασία»  και  ανυπομονούσε να τελειώσει και να γυρίσει σπίτι της.
   Κάποια στιγμή είδε τον γυμνό νομάρχη να πλησιάζει  τον βουλευτή και τα χείλη του να αγγίζουν τα   δικά του. Η Μαρία κοίταξε τον πρόεδρο  που με νόημα της έκανε  ένα νεύμα να μην  πει τίποτα
   Η γυναίκα  δεν άντεχε  την τόση  υποκρισία. Αυτοί οι άνθρωποι  σκότωσαν τον άντρα της,  καταδίκαζαν την χώρα σε φτώχεια και ανέχεια,  ενοχοποιούσαν  το παιδί της  για  τα πολιτικά «πιστεύω» του άντρα της και ολημερίς κάναν  δηλώσεις περί χριστιανικής ηθικής και της  ειδικής αποστολής που είχαν να σώσουν την  χώρα απ τους «κίναιδους», τους  «χυδαίους» και τους «υποκριτές». Αυτοί οι άνθρωποι βγάζαν  λεφτά απ την φτώχεια του λαού και  κατέφευγαν ακριβώς  στις πρακτικές  απ τις οποίες θα «σώζαν την κοινωνία και την χώρα».
   Δεν άντεξε και  μέσα στην ζάλη του ποτού έσκασε στα γέλια. ΟΙ  3 γυμνοί άντρες  σταμάτησαν τις περιπτύξεις τους και την κοίταξαν
-Μαρία τι έπαθες; Μέθυσες;  Ρώτησε ο πρόεδρος
     Η Μαρία έβλεπε  αγκαλιά τους 3  άντρες  και το θέαμα της φαινόταν  αποκρουστικό και συνάμα  γελοίο
-Οι σωτήρες του έθνους, είπε  δείχνοντας τους με το χέρι της , οι κριτές των ανταρτών και των φτωχών . Τι θα λεγε ο λαός αν σας έβλεπε  έτσι μεγάλοι φύλακες της ηθικής και του χριστιανισμού;
-Σκάσε  ηλίθια. Δεν είσαι σε  θέση να μας  κρίνεις πόρνη, φώναξε ο πρόεδρος και μετά στράφηκε  προς τον νομάρχη και τον βουλευτή, με συγχωρείτε  , προφανώς παραήπιε  και μέθυσε
    Ο νεαρός  φιλόδοξος   βουλευτής όμως δεν ήταν χαζός. Δεν θα ρίσκαρε ποτέ  το μέλλον από μια πόρνη  σύζυγο ενός νεκρού αριστερού αντάρτη που θα   διέδιδε  έστω ψιθύρους για όσα  έβλεπε  εκείνη την στιγμή  μπροστά της. Στράφηκε  προς τον μέντορα του, τον νομάρχη και ψέλλισε
-Κύριε νομάρχα; Δεν μπορώ να το ρισκάρω.
  Η Μαρία  βλέποντας  την ευγένεια  ακόμη και εκείνη την  στιγμή της αθλιότητας τους  να μην εκλείπει απ τον λόγο του  βουλευτή έσκασε  στα γέλια και συνέχισε να τους  χλευάζει.
-Δεν ξέρετε πόσο γελοίοι είστε και  πόσο ακόμη θα  γίνεται όταν μιλήσω  για όσα είδα παραέξω
  Ο πρόεδρος την πλησίασε  φωνάζοντας
«Σκάσε» ,»σκάσε», σκάσε»  και ξεκίνησε να την χαστουκίζει. Η  γυναίκα προσπαθούσε να προστατευτεί βάζοντας τα χέρια μπροστά στο πρόσωπο της όμως ο  ισχυρός  άρχων του χωριού την άρπαξε απ  τα μαλλιά και την πέταξε  προς το μέρος  του βουλευτή. Αυτός την κοίταξε με το βλέμμα του να ναι τώρα ψυχρό, παγωμένο, απόκοσμο. Η Μαρία χαμήλωσε το βλέμμα της και τον είδε να κρατά ένα  μεγάλο κουζινομάχαιρο  στα  χέρια του

   2 μέρες αργότερα  η θάλασσα  ξέβραζε το πτώμα της. Ο ιατροδικαστής  είπε στην 20χρονη κόρη της  πως  πάνω της είχε  20 μαχαιριές. Η επίσημη εκδοχή ήταν πως  άγνωστοι ληστές επιτέθηκαν και βίασαν την γυναίκα πριν την σκοτώσουν
   Η κόρη  της Μαρίας δεν πίστεψε τίποτα. Αν και η μητέρα της ποτέ δεν της είπε τι έκανε για να την μεγαλώσει  η ίδια  γνώριζε, όχι με λεπτομέρειες αλλά γνώριζε.
  Πλέον  είχε δυο επιλογές. Ή να μείνει στο χωριό και   καταντήσει σκλάβα στο σπίτι κάποιου πλούσιου ή να κατέβει στην Μεγαλούπολη και να  καταντήσει σκλάβα σε κάποια  επιχείρηση.
    Ο Μπάμπης, ένας γοητευτικός  άντρας που  έλεγχε τα μαγαζιά, τα ναρκωτικά και την πορνεία στο λιμάνι την ανακάλυψε να δουλεύει για ψίχουλα  υπερωρίες  σε ένα απ  τα καλύτερα μοδιστράδικα της πόλης. Αμέσως διέγνωσε πως η κοπέλα , με αυτή την ομορφιά , τα σπάνια μάτια και το πρόστυχο βλέμμα  ήταν γεννημένη πουτάνα , όχι μοδίστρα.
   Σχεδόν αμέσως την έβγαλε απ  το μοδιστράδικο και την  προσέλαβε  ως χορεύτρια σε ένα  απ τα καμπαρέ του. Αυτήν την γυναίκα ο Μπάμπης την προόριζε για την διασκέδαση της άρχουσας  τάξης και όχι για την φτωχολογιά σε κάποιο απ τα  βρωμομπούρδελα που ήλεγχε.
  -Πως σε λένε κοπέλα μου; Την ρώτησε
Η κόρη της Μαρίας φεύγοντας απ το χωριό  είχε πάρει  μια απόφαση την οποία  δεν εκμυστηρεύτηκε ποτέ σε κανέναν, να αφήσει πίσω ότι την συνέδεε  με το  παρελθόν, μαζί και το όνομα της
-Εσπεράντζα, του είπε
-Τι όνομα είναι αυτό ; απόρησε ο Μπάμπης
-Αυτό είναι το όνομα μου, είπε  η κοπέλα και άρχισε να ξεντύνεται….





   8 ώρες  αργότερα ξημέρωνε στην Μεγαλούπολη. Οι 4 φίλοι  είχαν βαδίσει όλη την νύχτα και τώρα βλέπαν τα φώτα της  από μακριά.
    Συνεργεία καθαρισμού   του δήμου κινούσαν να πιάσουν δουλειά. Άντρες  με κουρασμένα πρόσωπα σέρναν τα καροτσάκια  τους ενώ την ίδια στιγμή με το πρώτο φως της μέρας  ενώ σβήνανε  τα φώτα  της πόλης  σχολούσαν τα καμπαρέ, τα μπουρδέλα και τα κέντρα διασκεδάσεως του λιμανιού
  Οι 4 φίλοι άκουγαν τις φωνές  των νεαρών ζευγαριών όπου ανέμελοι τριγυρνούσαν  τραγουδώντας στους δρόμους. Ένας άλλος κόσμος απλωνόταν μπροστά τους.
   Για αυτούς πολεμούσαν;
   Υποταγμένοι εργάτες, ανέμελοι φοιτητές και  πόρνες. Αυτή ήταν  η κοινωνία που 3 χρόνια προσπαθούσαν να απελευθερώσουν απ τον μοναρχοφασισμό;
  Απελπισία  ήταν η πρώτη αίσθηση που νιώσαν στο θέαμα  μιας πόλης που ζούσε λες και  δεν υπήρξε ποτέ εμφύλιος και ταξική πάλη 
-Τι ήρθαμε να κάνουμε εδώ; ρώτησε ο Μάνος
       -Δεν υπάρχει τίποτα για μας, συμπλήρωσε ο Δημήτρης
-Να συνεχίσουμε  τον αγώνα  που πούλησε  η ηγεσία μας και η  Ρωσία, απάντησε στον Μάνο ο Οδυσσέας και μετά στράφηκε σ τον Δημήτρη λέγοντας του, κι όμως κάτι υπάρχει εδώ και μας περιμένει να το  πάρουμε…., μετά έστρεψε το βλέμμα  στα κέντρα διασκεδάσεως και τα μπουρδέλα

Εκείνο το βράδυ η Εσπεράντζα  σχολούσε απ το καμπαρέ. Έπιανε  ψιλόβροχο, πράγμα όχι σπάνιο  για την Μεγαλούπολη.
  Η είδηση της ήττας των ανταρτών  είχε  φτάσει  στην πόλη. Η άρχουσα τάξη που διασκέδαζε στο καμπαρέ βλέποντας την να  ξεντύνεται και να χορεύει  εκείνο το βράδυ είχε κάθε λόγο να πανηγυρίζει. Η ίδια  είχε ανάγκη να σχολάσει και να περπατήσει μέσα στην πόλη. Οι σύντροφοι του πατέρα της είχαν  χάσει. Η μόνη της ελπίδα , η νίκη των ανταρτών που θα φερνε  την πυρπόληση της κοινωνίας που  σκότωσαν την μητέρα και τον πατέρα  της, είχε  χαθεί.  Κοντοστάθηκε μέσα στον άδειο  δρόμο. Άναψε τσιγάρο μέσα στο ψιλόβροχο και για κάποιον απροσδιόριστο  λόγο το βλέμμα της έπεσε  προς τον λόφο όπου στεκόταν κρυμμένοι  οι 4 αποστάτες  απ το κράτος και το κόμμα τους  αντάρτες.
     Ο Οδυσσέας  την πρόσεξε αλλά αυτή  δεν μπορούσε να  τον δει. Απλά  εκείνο το βράδυ η νεαρή κοπέλα πήρε μια απόφαση. Αφού δεν θα καίγαν  τον κόσμο οι αντάρτες  θα φρόντιζε να το κάνει  η ίδια. Την ίδια απόφαση είχε πάρει δυο μέρες νωρίτερα και ο Οδυσσέας

Σχόλια