Εσπεράντζα s01e02


Εσπεράντζα 2
Οι 4 αντάρτες  χωρίστηκαν με σκοπό να ξανασυναντηθούν το μεσημέρι σε ένα  καφενεδάκι στο λιμάνι.
Ο Οδυσσέας πριν χωρίσουν έβγαλε απ την τσέπη του αρκετά χαρτονομίσματα και τους τα μοίρασε
Ο  Δημήτρης τον  κοίταξε με απορία
-Για να νοικιάσετε μια κάμαρη, τους είπε ο  Οδυσσέας
-7 χρόνια  ήμασταν μαζί στο βουνό, είπε ο  Δημήτρης και συνέχισε, που βρήκες  τόσα λεφτά εσύ;
  Ο Οδυσσέας έκανε έναν μορφασμό και χαμογέλασε
 Οι τρεις  φίλοι τον εμπιστεύονταν πάντα, στις ενέδρες, στις πολιτικές του αναλύσεις, στις μάχες, στις  προβλέψεις του  για το πολιτικό μέλλον αλλά  τώρα  πάγωσαν.
-Τα κλεψες απ το κόμμα; Ρώτησε ο Μάρκος
  Ο Οδυσσέας  δεν μίλησε αλλά συνέχιζε να τον κοιτάει
-Οδυσσέα;  Παρενέβη ο  πιτσιρικάς ο Μάνος, αλήθεια ; Αν έκανες  τέτοιο πράγμα ήμαστε  ξεγραμμένοι. Δεν θα βρούμε πέτρα να ξαποστάσουμε
-Μας κυνηγάν οι δεξιοί, φώναξε ο Δημήτρης, και  τώρα θα μας κυνηγάν και οι αριστεροί;  Γιατί το κάνες αυτό Οδυσσέα; Γιατί έκλεψες λεφτά του κόμματος;
-Δεν υπάρχει κόμμα, είπε  ο Οδυσσέας με ήρεμη  φωνή  ανάβοντας τσιγάρο, ή τουλάχιστον δεν υπάρχει επαναστατικό κόμμα. Μας πούλησαν στο βουνό. Ο Στάλιν ήθελε να  χάσουμε τον εμφύλιο. Βλέπεις στην Γιάλτα συμφώνησε και έβαλε την υπογραφή του  να  ανταλλάξει την Ελλάδα με την Πολωνία. Ο Τσώρτσιλ  ήθελε περισσότερο να χει υπό τον έλεγχο του μια  μεσογειακή χώρα ως  βάση για τον έλεγχο των πετρελαίων της Μέσης Ανατολής και ο Πατερούλης προτίμησε να ελέγχει μια χώρα  ακόμη  της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης
-Να σε πάρει, για αυτό τον λόγο στράφηκες ενάντια στο κόμμα; Φώναξε ο Δημήτρης
-Σε ένα  κόμμα, που αναγκάστηκε να  βγει στο βουνό παρά την θέληση του. Οι πρώτοι αντάρτες  ήταν απελπισμένοι άνθρωποι της υπαίθρου που κατέφυγαν στα βουνά για να προστατευτούν απ τις  συμμορίες των ταγματασφαλητών  οι οποίοι πήραν  θάρρος  μετά τον αφοπλισμό της Βάρκιζας, τον οποίο υπέγραψε το κόμμα σας Δημήτρη. Οι  σύντροφοι μας , οι εργάτες και οι αγρότες , η  βάση μας  βγήκε στο κλαρί για να προστατευτεί απ την λευκή τρομοκρατία. Ξεχνάς τι γινόταν μετά την Βάρκιζα;
   Εκτελέσεις, σκοτωμοί, πλιάτσικο, μέχρι και  βιασμοί εγκύων γυναικών πριν τις σφάξουν. Τι έκανε τότε το κόμμα;  Στρογγυλοκαθόταν στα γραφεία του στο κέντρο της Αθήνας ως το 1948 και  αναλωνόταν σε  έγγραφες ανακοινώσεις και διαμαρτυρίες

            Ο Δημήτρης και οι υπόλοιποι δεν πίστευαν  στα αυτιά τους. Γι  αυτούς τους ανθρώπους το κόμμα ήταν η ζωή  τους  και η  ζωή τους ήταν το κόμμα
-Τι  σχέδιο είχες στο μυαλό σου που να σε πάρει; Τον ρώτησε. Πως θα σταθείς  σε ένα εχθρικό  έδαφος  χωρίς  βοήθεια απ το κόμμα;
-Τι είχα στο μυαλό μου; Να εκδικηθούμε  τους δεξιούς για όσα τραβήξαμε. Σας το πα. Για μένα ο εμφύλιος δεν τέλειωσε
-Και πως θα τον συνεχίσουμε;  Ρώτησε ο Μάνος
-Με άλλα μέσα. Πάρτε τα λεφτά. Βρείτε  μια κάμαρη να μείνετε. Φάτε κάτι και  το  μεσημέρι ελάτε, χωρίς τα όπλα σας  στο καφενεδάκι στο λιμάνι.
-Τι θα κάνουμε στο λιμάνι; Ρώτησε ο Μάρκος
-Θα κάτσουμε να ρίξουμε μια ματιά στο νέο  έδαφος που θα απελευθερώσουμε σύντροφε
-Όχι αλληγορίες  Οδυσσέα . Μίλα καθαρά
-Για να  συνεχίσουμε τον αγώνα , έστω και άλλα μέσα  θέλουμε  λεφτά. Πολλά λεφτά. Το χρήμα αυτή την στιγμή  βρίσκεται στο λιμάνι
-Θα  αγοράσουμε  καράβια ; ρώτησε ειρωνικά ο Δημήτρης
-Δεν θα αγοράσουμε  καράβια, αλλά θα κουρσέψουμε τα καμπαρέ και τα  μπουρδέλα, θα πάρουμε  υπό τον έλεγχο μας  το λαθρεμπόριο  και θα ελέγξουμε  την νύχτα. Τόσο  απλά
-Μας ζητάς να γίνουμε εγκληματίες; Διαμαρτυρήθηκε ο Μάρκος
-Δεν σας ζητάω τίποτα. Εγώ το μεσημέρι  θα μαι στο καφενεδάκι. Εσείς  μπορείτε να πάρετε όποια απόφαση θέλετε. Εγώ τις πήρα τις δικές μου, είπε και έφυγε. Οι τρεις φίλοι  κοιτάχτηκαν .



Ο Μπάμπης καθόταν στο άδειο μαγαζί του. Η πόρτα άνοιξε και μέσα μπήκε ο Δείμος, ένας καλοστεκούμενος ηλικιωμένος που τον συνόδευαν τρεις μπράβοι
Πλησίασε και  έκατσε στο τραπέζι του  Μπάμπη με τους μπράβους να μένουν λίγο ξοπίσω του
-Καλημέρα, είπε  στον  Μπάμπη
-Σ ακούω
  Ο κόσμος της νύχτας στην πόλη ήταν χωρισμένος σε πέντε  ζώνες. Πέντε οικογένειες  , έτσι τις λεγαν, έλεγχαν την κάθε ζώνη. Ο Δείμος εμπλεκόταν στην νύχτα απ το 1900 και τώρα ήταν ο  επικεφαλής  των 4 άλλων  οικογενειών και διατηρούσε  το βόρειο, το πλούσιο κομμάτι των αριστοκρατικών  γειτονιών της πόλης για τον εαυτό του.
-Έχεις  χέρια; ρώτησε ο Δείμος
-Και να μην έχω θα βρω, απάντησε κοφτά ο Μπάμπης
-Οι κακές γλώσσες λένε πως ερωτεύτηκες την καινούργια με το Ισπανικό όνομα. Εσπεράντζα;  Καλά το λέω το όνομα;
Ο Μπάμπης ξεφύσησε  από δυσφορία
-Δεν θέλω να πιστέψω πως άφησες τις δουλειές να πάνε πίσω Μπάμπη  επειδή  ξοδεύεις τον χρόνο σου  για να ικανοποιείς  το νέο σου  πουτανάκι
-Με  όλο το σεβασμό Δείμο, θα μιλήσουμε για την χορεύτρια  ή για  δουλειές;
 Ο Δείμος χαμογέλασε
-Θα πούμε και για  δουλειές  και για  το  τέλος του συμμοριτοπόλεμου και την νέα κατάσταση που δημιουργείτε
-Νικήσαμε. Αυτό δεν θέλαμε;
-Δεν θέλαμε να χάσουμε σίγουρα. Οι Αμερικάνοι ήταν οι καλύτεροι πελάτες μας όμως  χτες αποχώρησαν και οι τελευταίοι αντάρτες απ το ελληνικό έδαφος. Αν κρίνουν οι Αμερικάνοι πως δεν υπάρχει λόγος να μένουν στην χώρα; Σκέφτηκες πόσα έσοδα θα χάσουμε;
-Φαντάζομαι σκέφτηκες την επόμενη μέρα; Σωστά;
-Για αρχή  ξανανοίγουμε   τον δρόμο της Κων/πόλης.
-Με λαθραία;
-Και της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο
-Όπως πριν τον πόλεμο Δείμο
-Για την ακρίβεια ο δρόμος  αυτός ποτέ δεν έκλεισε, απλά στην Κατοχή έγινε  λίγο δύσκολος και περιοριστήκαμε  μόνο στην εισαγωγή οπίου. Θυμάσαι την έλλειψη κοκαΐνης και  ηρωίνης το 1942;
  Ο Μπάμπης χαμογέλασε
-Θυμάμαι που πεφταν  στα γόνατα καταμεσίς του δρόμου και κλαίγανε τα πρεζάκια
-Μας κάναν  μεγάλη  ζημιά τότε  οι Ιταλικές νηοπομπές και ο φόβος των Βρετανικών υποβρυχίων στην Μεσόγειο. Αυτά τελείωσαν. Ο θαλάσσιος δρόμος με  Κων/πόλη, Μασσαλία και  Αλεξάνδρεια  είναι ξανά ελεύθερος και λέμε να τον τονώσουμε.
-Για αυτό με ρώτησες αν  έχω χέρια;
 -Θέλω να ξέρω πως μπορεί το λιμάνι να σηκώσει  το μέγεθος των φορτίων  που  θέλω να διαχειριστώ
    Ο Μπάμπης άναψε τσιγάρο.
-Πότε ξεκινάμε;
Ο Δείμος σηκώθηκε και  τον πλησίασε. Πήρε το τσιγάρο απ το  στόμα του και το έσβησε. Ύστερα  απ το ακριβό σακάκι του  έβγαλε  ένα πούρο και του το πρόσφερε
-Αβάνας. Κουβανέζικό. Το μόνο σίγουρο  είναι πως  ποτέ δεν θα χαθεί η Κούβα  και πως όσο έχουμε χρήμα  θα μας προμηθεύει με  τα αξεπέραστης ποιότητας  πούρα της. Πάρε μια γεύση απ την νέα εποχή
  Ο Μπάμπης κράτησε το πούρο στο χέρι του. Ο Δείμος τον χαιρέτησε και κίνησε προς την έξοδο. Πριν βγει κοντοστάθηκε και του είπε
-Σε 5 μέρες  ξεκινάμε. Μάζεψε τους άντρες σου. Θα πέσει πολύ δουλειά… και πολύ χρήμα




            Μόλις έφυγε ο  Δείμος ο Μπάμπης φώναξε τον  Λάμπη, ένα απ τα τσιράκια του και του πε  να  ψάξει για άνεργους στο  λιμάνι   και να τους  προτείνει δουλειά. Δουλειά χαμάλη. Η Ελλάδα του 1950  διένυε μια απ τις χειρότερες  οικονομικές περιόδους της  όπου η φτώχεια με την ανεργία  θέριζαν
   Οι  υπερασπιστές του καθεστώτος  απέδιδαν τα δεινά  της χώρας   στο γεγονός πως πέρασε  10 χρόνια  πολέμου. Πρώτα  κατοχή και μετά εμφύλιο. Στις αναλύσεις δεν  εξηγούσαν όμως πως γινόταν  οι ίδιοι σε αυτά τα 10 χρόνια  να ζούσαν μια  άνετη και  σε πολλές περιπτώσεις πολυτελή ζωή; Αυτούς  δεν του άγγιξε  η πορεία της χώρας μέσα στους πολέμους;
   Η αλήθεια είναι πως   πολλοί από  τους υπερασπιστές του καθεστώτος  βίωσαν την Κατοχή  ως συνεργάτες των κατακτητών. Αρκετοί που ταν φίλοι τους ενδεχομένως να ξεβολεύτηκαν λίγο αλλά  δεν υπέφεραν όσο ο λαός
   Στον δε εμφύλιο, εκεί τα χρειάστηκαν ,ειδικά στις αρχές όταν ο ΔΣΕ υπό την ηγεσία του Μάρκου Βαφειάδη είχε φτάσει μέχρι την Πάρνηθα προκαλώντας  πλείστο όσο  πανικό στους  μοναρχοφασίστες και την αστική τάξη των Αθηνών
  Στην μετεμφυλιακή Ελλάδα  η Αμερικάνική οικονομική  βοήθεια  υπό το σχέδιο  Μάρσαλ που απέβλεπε στην  βιομηχανική ανασυγκρότηση της χώρας  έπεφτε στα χέρια  ανθρώπων  της αστικής  τάξης και  ξοδευόταν για προσωπικό πλουτισμό.
   Σε όλη την Ευρώπη  το σχέδιο Μάρσαλ  δημιούργησε μια αστικού τύπου  οικονομία και μια  πραγματική  αστική τάξη. Στην Ελλάδα το  σχέδιο Μάρσαλ δημιούργησε μόνο 10 ισχυρές οικογένειες , όπου μαζί με τον βασιλιά και την δεξιά  έλεγχαν την χώρα

   



Ο Λάμπης  ξαπόστασε στο καφενεδάκι  του λιμανιού. Κάθισε στο διπλανό  τραπέζι απ τους 4  συντρόφους. Κοίταξε τα άδεια φλιτζάνια απ τους  καφέδες που είχαν παραγγείλει. Τους χαμογέλασε
-Μεσημέριασε πατριώτες. Ακόμη καφέ πίνετε; Του ρώτησε
-Τον τελειώσαμε  αδερφέ και λέγαμε να κινήσουμε  προς τα σπίτια μας, απάντησε ο  Οδυσσέας
  Παρενέβη ο  Δημήτρης  όπου κλαψούρισε
-Φάγαμε τα πόδια μας  να βρούμε μισό μεροκάματο  και σήμερα αλλά τζίφος. Σε λίγο θα  κόψουμε και τον  καφέ
-Κάτσε να κεράσω ένα ουζάκι και  να  τα πούμε ρε αδέρφια, είπε ο Λάμπης και φώναξε του καφετζή να τους φέρει λίγο  ουζάκι με μεζέ. Μετά γύρισε και τους κοίταξε.
-Από πού είστε;  Δεν σας έχω  ξαναδεί στα μέρη εδώ τριγύρω
-Από επαρχία, είπε ο Δημήτρης, δεν έχουμε πολλές μέρες που  ήρθαμε στην πόλη για  δουλειά αλλά…μου φαίνεται θα γυρίσουμε πίσω
-Άμα φύγεις από το χωριό δεν αξίζει να  ξαναγυρίσεις, είπε ο Λάμπης, πρέπει να μείνετε και να το προσπαθήσετε. Η πόλη έχει ευκαιρίες  που  αν εμφανισθούν πρέπει να τις αρπάξεις
-Ευκαιρίες έχει , αλλά  δεν τις βλέπουμε, παρενέβη ο Μάρκος
  Ο Λάμπης γέλασε
-Είστε τυχεροί. Αν το λέει η καρδιά σας και τα μπράτσα  σας,  σας έχω δουλειά. Αλλά είναι βραδινή και έχει πολύ κουβάλημα
-Δεν φοβόμαστε  την δουλειά εμείς, είπε ο Μάρκος, τι πρέπει να κάνουμε;
-Να πάτε να ξεκουραστείτε και τα μεσάνυχτα να ‘έρθετε    στην αποβάθρα  με τα  φορτηγά πλοία. Θα δουλέψετε και θα πληρωθείτε  την ίδια στιγμή….και θα χει δουλειά  κάθε μέρα.






         


          
  Είχαν ξεθεωθεί στο κουβάλημα. Ο Λάμπης παρακολουθούσε τους 4 αντάρτες μαζί με άλλους  εργάτες να αδειάζουν τα αμπάρια του πλοίου και να στοιβάζουν τα κασόνια με το εμπόρευμα  στα καμιόνια.
   Ο Οδυσσέας με την άκρη του ματιού του  είδε  ένα αμάξι να μπαίνει στην αποβάθρα και να παρκάρει  κοντά στον Λάμπη. Από μέσα βγήκαν 3 μπράβοι και ο Μπάμπης μαζί με την Εσπεράντζα. Προχώρησαν μέχρι τον Λάμπη. Όλοι οι αχθοφόροι σάστισαν με την ομορφιά  της ξανθιάς κοπέλας  η οποία μέσα  στην  αστραφτερή  τουαλέτα της περπατούσε  αργά – αργά
-Ποια είναι αυτή;  Ρώτησε ο Οδυσσέας  έναν αχθοφόρο δίπλα του
-Αυτή  είναι «βλέπε και μην αγγίζεις»
-Δηλαδή;
-Η Εσπεράντζα. Η  μνηστή του αφεντικού μας. Χορεύει και τραγουδάει και ξεντύνεται σε  ένα από τα καμπαρέ  του Μπάμπη. Αν καταλάβει πως την ποθεί ένας από μας δεν το χει σε τίποτα να  μας κανονίσει και να  φάνε το  σώμα  μας τα ψάρια
  Ο Οδυσσέας χαμογέλασε
  Ο Μπάμπης  κρατούσε αγκαζέ την Εσπεράντζα. Στάθηκε μπροστά στον Λάμπη
-Πως πάμε; Τον ρώτησε
-Σχεδόν τελειώσαμε. Όλα έχουν φορτωθεί στα καμιόνια που θα φύγουν για το μοίρασμα. Θα πλημυρίσουμε την  χώρα με  λαθραία  ρολόγια  ε αφεντικό;
-Το πολύ το χρήμα θα ναι σε  πέντε  μέρες  Λάμπη με το βαπόρι που θα φέρει  την  ηρωίνη  από Τουρκία. Ξεχώρισε τους πιο ικανούς και έμπιστους απ τους αχθοφόρους  σήμερα και  φώναξε μόνο αυτούς  να  την ξεφορτώσουν
   Ο Λάμπης κούνησε το κεφάλι του.
Ο Μπάμπης του  χτύπησε  φιλικά το μάγουλο . Κοίταξε την Εσπεράντζα  και του πε
-Και τώρα πρέπει να φύγουμε. Έχει μπουζούκια το πρόγραμμα για σήμερα
-Να πάτε  αφεντικό. Καλά να περάσετε, είπε ο Λάμπης που μόνο τεμενάδες  δεν έκανε
   Μισή  ώρα αργότερα  οι4  αντάρτες φορτώναν και το τελευταίο καμιόνι. Ο Οδυσσέας πλησίαζε  τον Λάμπη
-Θέλω για μια ακόμη φορά να σας ευχαριστήσω που μας δώσατε δουλειά, του είπε
   Ο Λάμπης χαμογέλασε
-Φαίνεστε μπεσαλήδες και οι 4  και δουλευταράδες, είπε και έβγαλε  ένα μάτσο  χαρτονομίσματα  , μοιραστείτε τα  είναι το μεροκάματο σας
-Πολλά δεν είναι; Είπε  ο Οδυσσέας  κοιτώντας τα
-Σου πα φαίνεστε μπεσαλήδες και σε αυτή την δουλειά αυτό  ανταμείβεται καλά. Έχεις καταλάβει τι δουλειά κάνουμε εδώ  Οδυσσέα;
-Και να καταλάβω   δεν θα  σκεφτώ ποτέ ούτε να το ξεστομίσω πουθενά , ούτε τίποτα. Πληρώνομαι για να φορτώνω και να ξεφορτώνω και  έχω μάθει να κοιτάω και να κάνω καλά την δουλειά  που μου αναθέτουν… ότι δουλειά και αν είναι αυτή
  Ο Λάμπης τον χτύπησε  φιλικά στο μάγουλο όπως έκανε νωρίτερα  ο Μπάμπης στον ίδιο και  του πε
-Για αυτό σε  πέντε μέρες θα χετε ξανά μεροκάματο. Πιο χοντρό παραδάκι. Αυτή την δουλειά που σας δίνω την κάνετε καλά και  χει  και προοπτικές μην την κλωτσήσετε
   Ο Οδυσσέας χαμογέλασε και δοκίμασε να  ειρωνευτεί  ξέροντας πως ο Λάμπης δεν θα  έπαιρνε χαμπάρι τίποτα
-Μόνο ένας  κομουνιστής κύριε Λάμπη θα δάγκωνε το χέρι που τον ταΐζει  

Ο Λάμπης χαμογέλασε  βλέποντας ή νομίζοντας πως είχε να κάνει με έναν της συνομοταξίας του.
-Αυτό ξαναπέστο αδερφέ, αυτό ξαναπέστο, του πε και κίνησε να φύγει , θα τα πούμε ξανά σε μερικές  μέρες
-Θα τα πούμε , μουρμούρισε ο Οδυσσέας, και απ την  καλή και απ την ανάποδη.

Σχόλια